διανέμων

διανέμων
διανέμω
in D.
pres part act masc nom sg
διᾱνέμων , διανεμόομαι
flutter in the wind
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
διᾱνέμων , διανεμόομαι
flutter in the wind
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
διανεμόομαι
flutter in the wind
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
διανεμόομαι
flutter in the wind
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καπηλικός — ή, ό (Α καπηλικός, ή, όν) [κάπηλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής 2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη) η καπηλεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν α) προμηθευτές τροφίμων που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”